εὐστρέπτοισι

εὐστρέπτοισι
εὔστρεπτος
well-twisted
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐυστρέπτοισι — εὔστρεπτος well twisted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύστρεπτος — εὔστρεπτος, ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, ον (Α) ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν») αρχ. (για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”